διάδρομος

διάδρομος
ο
1) коридор; 2) проход; проезд; 3) πλ. кулуары; 4) мор. верёвочный трап;

§ διάδρομος απογείωσης (προσγείωσης) — взлётная (посадочная) полоса, дорожка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "διάδρομος" в других словарях:

  • διάδρομος — running through masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδρομος — ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, ον) 1. η δίοδος, το πέρασμα 2. επιμήκης χώρος μέσω τού οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο 3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός… …   Dictionary of Greek

  • διάδρομος — ο 1. δίοδος, μακρόστενο πέρασμα: Τα δωμάτια στους ορόφους του ξενοδοχείου είναι τοποθετημένα στο μήκος ευρύχωρων διαδρόμων. 2. οι διαγραμμισμένες λωρίδες των σταδίων, όπου τρέχουν οι δρομείς: Ο κάθε αθλητής πρέπει να παραμένει στο διάδρομό του σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους …   Dictionary of Greek

  • διαδρόμου — διάδρομος running through masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρόμους — διάδρομος running through masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρόμων — διάδρομος running through masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρόμῳ — διάδρομος running through masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδρομα — διάδρομος running through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»